μυρσινών: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />bois de myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μυρρίνη]]. | |btext=ῶνος (ὁ) :<br />bois de myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μυρρίνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μυρσῐνών:''' Αττ. [[μυρρινών]], -ῶνος, ὁ, [[άλσος]] από μυρτιές, Λατ. [[myrtetum]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. μυρρινών, ῶνος, ὁ,
A myrtle-grove, Id.Ra.156, Aesop.194, Philostr.Im.2.1.
German (Pape)
[Seite 222] ῶνος, ὁ, = μυῤῥινών, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνών: -ῶνος, ὁ, ἄλσος μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)˙ Ἀττ. μυρρινών, Ἀριστοφ. Βάτρ. 156˙ - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
bois de myrte.
Étymologie: μυρρίνη.
Greek Monotonic
μυρσῐνών: Αττ. μυρρινών, -ῶνος, ὁ, άλσος από μυρτιές, Λατ. myrtetum, σε Αριστοφ.