μονόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε [[κάθε]] πάγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-<i>κωπος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε [[κάθε]] πάγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-<i>κωπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[κουπί]] ή μόνο ένα [[πλοίο]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκωπος Medium diacritics: μονόκωπος Low diacritics: μονόκωπος Capitals: ΜΟΝΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: monókōpos Transliteration B: monokōpos Transliteration C: monokopos Beta Code: mono/kwpos

English (LSJ)

ον,

   A with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rame seul ; qui n’a qu’une rame.
Étymologie: μόνος, κώπη.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο κουπί
νεοελλ.
(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό-κωπος].

Greek Monotonic

μονόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει μόνο ένα κουπί ή μόνο ένα πλοίο, σε Ευρ.