νανοφυής: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[νανοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[ανάστημα]] νάνου, [[μικρόσωμος]], [[μικροσκοπικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νανοφυής]]<br />[[είδος]] εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νᾶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-<i>φυής</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nanophyes</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[νανοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[ανάστημα]] νάνου, [[μικρόσωμος]], [[μικροσκοπικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νανοφυής]]<br />[[είδος]] εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νᾶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-<i>φυής</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nanophyes</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νᾱνοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει [[ανάστημα]] νάνου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of dwarfish stature, Ar.Pax790 (ναννο- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
νᾱνοφυής: -ές, ὁ ἔχων ἀνάστημα νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de la stature d’un nain.
Étymologie: νάννος, φύω.
Greek Monolingual
-ές (Α νανοφυής, -ές)
αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].
Greek Monotonic
νᾱνοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει ανάστημα νάνου, σε Αριστοφ.