μυλοειδής: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηλοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[μυλόπετρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που θυμίζει [[κατεργασία]] με [[μυλόπετρα]], σαν [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |mltxt=[[μηλοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[μυλόπετρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που θυμίζει [[κατεργασία]] με [[μυλόπετρα]], σαν [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[μορφή]] μυλόπετρας, Λατ. [[molaris]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A like a millstone, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.7.270, cf. Batr.213a. Adv. -δῶς, περιδινεῖσθαι Placit.2.2.4.
German (Pape)
[Seite 217] ές, mühlenartig, mühlsteinartig; πέτρος, Il. 7, 270; Batrach. 212.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυλόπετραν, Λατ. molaris, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Βατρ. 217. Ἐπίρρ -δῶς, Θεοδώρητ. IV, 904B.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à une meule.
Étymologie: μύλη, εἶδος.
English (Autenrieth)
ές (εἶδος): like a millstone, Il. 7.270†.
Greek Monolingual
μηλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με μυλόπετρα.
επίρρ...
μυλοειδῶς (Α)
με τρόπο που θυμίζει κατεργασία με μυλόπετρα, σαν μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -ειδής].
Greek Monotonic
μῠλοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει μορφή μυλόπετρας, Λατ. molaris, σε Ομήρ. Ιλ.