μυθολογεύω: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυθολογεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]] διεξοδικώς μια [[ιστορία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[διηγούμαι]], [[λέγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μυθολογώ]] <span style="color: red;"><</span> [[μυθολόγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i> για μετρικούς λόγους]. | |mltxt=[[μυθολογεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]] διεξοδικώς μια [[ιστορία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[διηγούμαι]], [[λέγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μυθολογώ]] <span style="color: red;"><</span> [[μυθολόγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i> για μετρικούς λόγους]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῡθολογεύω:''' μόνο σε ενεστ., [[αφηγούμαι]] [[λεπτομερώς]], [[λέξη]] προς [[λέξη]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A tell word for word, τινί τι Od.12.450; εἰρημένα μ. ib.453: generally, relate, Ps.-Phoc.68, prob. rest. in Sapph.Supp. 7.4.
German (Pape)
[Seite 214] eine Geschichte lang, ausführlich hererzählen, Od. 12, 450. 453, τί σοὶ τάδε μυθολογεύω, Archestrat. bei Ath. VII, 278 b.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογεύω: διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τί τοι τάδε μυθολογεύω; Ὀδ. Μ. 450, 453· καθόλου, διηγοῦμαι, Ψευδο-Φωκυλ. 24.
French (Bailly abrégé)
raconter mot pour mot, en détail.
Étymologie: μυθολόγος.
Greek Monolingual
μυθολογεύω (Α)
1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία
2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. -εύω για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
μῡθολογεύω: μόνο σε ενεστ., αφηγούμαι λεπτομερώς, λέξη προς λέξη, σε Ομήρ. Οδ.