μονοστόρθυγξ: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονοστόρθυγξ]], -υγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο [[στέλεχος]], με ένα [[πόδι]], [[μονοπόδαρος]] («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόρθυγξ]] «[[άκρο]]»]. | |mltxt=[[μονοστόρθυγξ]], -υγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο [[στέλεχος]], με ένα [[πόδι]], [[μονοπόδαρος]] («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόρθυγξ]] «[[άκρο]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονοστόρθυγξ:''' ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
υγγος, ὁ, ἡ,
A carved out of a single block, Πρίηπος AP6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 205] υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).
Greek (Liddell-Scott)
μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κατεσκευασμένος ἐξ ἑνὸς μόνου στελέχους, μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, τῷ ἐπὶ ἑνὶ ποδὶ ἱσταμένῳ, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22· πρβλ. μονόξυλος.
French (Bailly abrégé)
υγγος;
adj. m.
taillé d’un seul bloc.
Étymologie: μόνος, στόρθυγξ.
Greek Monolingual
μονοστόρθυγξ, -υγγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στόρθυγξ «άκρο»].
Greek Monotonic
μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.