νήκερως: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(27) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νήκερως]], -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)<br />αυτός που δεν έχει κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>κερως</i>, <i>δί</i>-<i>κερως</i>]. | |mltxt=[[νήκερως]], -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)<br />αυτός που δεν έχει κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>κερως</i>, <i>δί</i>-<i>κερως</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νήκερως:''' -ων (νη-, [[κέρας]]), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. <i>νήκεροι</i>, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).
Greek (Liddell-Scott)
νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.
Greek Monolingual
νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].
Greek Monotonic
νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.