νυμφικός: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νυμφικός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[νυφικός]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νυμφικός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[νυφικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυμφικός:''' -ή, -όν, = το προηγ., στους Τραγ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφικός Medium diacritics: νυμφικός Low diacritics: νυμφικός Capitals: ΝΥΜΦΙΚΟΣ
Transliteration A: nymphikós Transliteration B: nymphikos Transliteration C: nymfikos Beta Code: numfiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = foreg., A.Ch.71 (lyr.), S.OT1242, E.Med.378 ; ν. ἱμάτιον, κλίνη, δᾷδες, Plu.2.755a, Luc.Herod.5, Poll.3.43 ;

   A τὰ ν. Pl.Lg.783d. Adv. -κῶς Ach.Tat.3.7.    II of the Nymphs, οἶκοι S.Ichn.149 ; μῆλα AP7.703 (Myrin.).    III -κά, τά, dub. sens. in POxy.1740.9 (iii iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Χο. 69, Σοφ. Ο. Τ. 1243, Εὐρ. Μήδ. 378, Πλάτ., κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀχ. Τάτ. 3. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. νυμφίδιος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νυμφικός, -ή, -όν)
βλ. νυφικός.

Greek Monotonic

νυμφικός: -ή, -όν, = το προηγ., στους Τραγ. κ.λπ.