ξεναρκής: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξεναρκής]], -ές (Α)<br />αυτός που βοηθά τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i> «[[βοηθώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ζω</i>-<i>αρκής</i>, <i>ποδ</i>-<i>αρκής</i>]. | |mltxt=[[ξεναρκής]], -ές (Α)<br />αυτός που βοηθά τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i> «[[βοηθώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ζω</i>-<i>αρκής</i>, <i>ποδ</i>-<i>αρκής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξεναρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που παρέχει [[βοήθεια]], [[υποστήριξη]] σε ξένους, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (ἀρκέω)
A aiding strangers, Pi.N.4.12.
German (Pape)
[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.
English (Slater)
ξεναρκής
1 protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)
Greek Monolingual
ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω-αρκής, ποδ-αρκής].
Greek Monotonic
ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.