ξιφοδήλητος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξιφοδήλητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξίφος]], που γίνεται με [[ξίφος]] («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από [[ξίφος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>δήλητος</i>, <i>κεντρο</i>-<i>δήλητος</i>].
|mltxt=[[ξιφοδήλητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξίφος]], που γίνεται με [[ξίφος]] («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από [[ξίφος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>δήλητος</i>, <i>κεντρο</i>-<i>δήλητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφοδήλητος:''' -ον ([[δηλέομαι]]), αυτός που σκοτώνεται από [[ξίφος]]· [[ξιφοδήλητος]] [[θάνατος]], [[θάνατος]] που συντελείται από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοδήλητος Medium diacritics: ξιφοδήλητος Low diacritics: ξιφοδήλητος Capitals: ΞΙΦΟΔΗΛΗΤΟΣ
Transliteration A: xiphodḗlētos Transliteration B: xiphodēlētos Transliteration C: ksifodilitos Beta Code: cifodh/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A slain by the sword, ξ. θάνατος, ἀγῶνες, death by the sword, A.Ag.1528, Ch.729 (both anap.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte getödtet; θάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοδήλητος: τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. θάνατος, ὁ διὰ ξίφους θάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr par l’épée.
Étymologie: ξίφος, δηλέω.

Greek Monolingual

ξιφοδήλητος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος
2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από ξίφος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο-δήλητος, κεντρο-δήλητος].

Greek Monotonic

ξῐφοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός που σκοτώνεται από ξίφος· ξιφοδήλητος θάνατος, θάνατος που συντελείται από ξίφος, σε Αισχύλ.