οἰόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰόζωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]], [[μονόζωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>].
|mltxt=[[οἰόζωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]], [[μονόζωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰόζωνος:''' -ον ([[ζώνη]]), = [[μονόζωνος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰόζωνος Medium diacritics: οἰόζωνος Low diacritics: οιόζωνος Capitals: ΟΙΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: oiózōnos Transliteration B: oiozōnos Transliteration C: oiozonos Beta Code: oi)o/zwnos

English (LSJ)

ον,

   A alone and girt up, i.e. lonely wayfarer, S.OT846.

German (Pape)

[Seite 308] = μονόζωνος, allein, ἄνδρ' ἕνα οἰὁζωνον, Soph. O. R. 846; Hesych. erkl. μονόστολος, der Alleingehende.

Greek (Liddell-Scott)

οἰόζωνος: -ον, = μονόζωνος, Σοφ. Ο. Τ. 846· πρβλ. οἶος. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αϳ, σ. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a qu’une ceinture ou un baudrier, càd équipé ou armé à la légère;
2 qui voyage seul.
Étymologie: οἶος, ζώνη.
Syn. μονόστολος.

Greek Monolingual

οἰόζωνος, -ον (Α)
αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος].

Greek Monotonic

οἰόζωνος: -ον (ζώνη), = μονόζωνος, σε Σοφ.