ὁμόκλαρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ομόκληρος]]. | |mltxt=[[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ομόκληρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόκλᾱρος:''' Δωρ. αντί [[ὁμόκληρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. for ὁμόκληρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.
English (Slater)
ὁμόκλᾱρος
1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)
Greek Monolingual
ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.
Greek Monotonic
ὁμόκλᾱρος: Δωρ. αντί ὁμόκληρος.