ὀλιγάρχης: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλιγάρχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά σε [[ολιγαρχία]], [[μέλος]] της ρωμαϊκής δεκανδρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το [[ὀλιγαρχία]]. | |mltxt=[[ὀλιγάρχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά σε [[ολιγαρχία]], [[μέλος]] της ρωμαϊκής δεκανδρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το [[ὀλιγαρχία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, [[άρχοντας]] σε ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], [[ολιγαρχικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A oligarch, of the Decemviri, D.H.11.43.
German (Pape)
[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
oligarque, membre d’un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.
Greek Monolingual
ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.
Greek Monotonic
ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, άρχοντας σε ολιγαρχικό πολίτευμα, ολιγαρχικός.