ὁλοπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλοπόρφυρος]], -ον)<br />ο εντελώς [[πορφυρός]], [[καταπόρφυρος]], [[κατακόκκινος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλοπόρφυρος]], -ον)<br />ο εντελώς [[πορφυρός]], [[καταπόρφυρος]], [[κατακόκκινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁλοπόρφῠρος:''' -ον ([[πορφύρα]]), αυτός που είναι [[ολόκληρος]] [[βαμμένος]] με [[πορφύρα]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοπόρφῠρος Medium diacritics: ὁλοπόρφυρος Low diacritics: ολοπόρφυρος Capitals: ΟΛΟΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: holopórphyros Transliteration B: holoporphyros Transliteration C: oloporfyros Beta Code: o(lopo/rfuros

English (LSJ)

ον,

   A all purple, X.Cyr.8.3.13, LXXNu.4.7, Plu.2.180e.

German (Pape)

[Seite 326] ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοπόρφῠρος: -ον, ὅλος πορφυροῦς, καταπόρφυρος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 180Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint de pourpre.
Étymologie: ὅλος, πορφύρα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)
ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.

Greek Monotonic

ὁλοπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν.