ὀξυφωνία: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀξυφωνία]]) [[οξύφωνος]]<br />ο [[διαπεραστικός]] [[τόνος]] της φωνής, η [[οξύτητα]] της φωνής.
|mltxt=η (Α [[ὀξυφωνία]]) [[οξύφωνος]]<br />ο [[διαπεραστικός]] [[τόνος]] της φωνής, η [[οξύτητα]] της φωνής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠφωνία:''' ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφωνία Medium diacritics: ὀξυφωνία Low diacritics: οξυφωνία Capitals: ΟΞΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: oxyphōnía Transliteration B: oxyphōnia Transliteration C: oksyfonia Beta Code: o)cufwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A high pitch of voice, Hp.Coac.252, Arist.EN1125a15 ; opp. βαρύτης, Id.GA788a3.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, scharfe, helle, hohe Stimme; Hippocr.; Arist. eth. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠφωνία: ἡ, ὀξύτης φωνῆς, Ἱππ. 159D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 34· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύτης, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voix aiguë.
Étymologie: ὀξύφωνος.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυφωνία) οξύφωνος
ο διαπεραστικός τόνος της φωνής, η οξύτητα της φωνής.

Greek Monotonic

ὀξῠφωνία: ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ.