οἰνόεις: Difference between revisions
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] με [[κρασί]] ή αυτός που έχει τη [[γεύση]] ή τη [[σύσταση]] του κρασιού, [[οινώδης]], [[οινοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)]. | |mltxt=[[οἰνόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] με [[κρασί]] ή αυτός που έχει τη [[γεύση]] ή τη [[σύσταση]] του κρασιού, [[οινώδης]], [[οινοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰνόεις:''' -εσσα, -εν ([[οἶνος]]), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για [[κρασί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of or with wine ; v. οἰνοῦττα.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων εἰς οἶνον ἢ πλήρης οἴνου· ἴδε οἰνοῦττα.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de vin ; subst. att. ἡ οἰνοῦττα :
1 gâteau fait d’orge, d’eau, d’huile et de vin;
2 sorte de plante vénéneuse.
Étymologie: οἶνος.
Greek Monolingual
οἰνόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος με κρασί ή αυτός που έχει τη γεύση ή τη σύσταση του κρασιού, οινώδης, οινοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Greek Monotonic
οἰνόεις: -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.