ὀρεινόμος: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρεινόμος]] και [[ὀρειονόμος]], και [[ὀρεσσινόμος]], -ον (Α, Μ [[ὀρεσινόμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκει στα όρη («[[ὀρεινόμος]] αἴξ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην [[περιπλάνηση]] ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», <b>Ευρ.</b><br />β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την [[περιπλάνηση]] ανά τα όρη, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ.</b>λ. <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]]. | |mltxt=[[ὀρεινόμος]] και [[ὀρειονόμος]], και [[ὀρεσσινόμος]], -ον (Α, Μ [[ὀρεσινόμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκει στα όρη («[[ὀρεινόμος]] αἴξ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην [[περιπλάνηση]] ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», <b>Ευρ.</b><br />β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την [[περιπλάνηση]] ανά τα όρη, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ.</b>λ. <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (νέμω B)
A feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr.HP9.18.3 ; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.) ; ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.
Greek Monolingual
ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].
Greek Monotonic
ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.