ὄρεσφι: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[ὄρος]]. | |auten=see [[ὄρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄρεσφι:''' -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του [[ὄρος]], [[βουνό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὄρεσφιν, Ep. gen. and dat. sg. and pl. of ὄρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρεσφι: -φιν, Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτικ. ἑνικ. καὶ πληθυν. τοῦ ὄρος, τό.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de ὄρος.
English (Autenrieth)
see ὄρος.
Greek Monotonic
ὄρεσφι: -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του ὄρος, βουνό.