ὀπισθοφυλακία: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπισθοφυλακία]], ἡ (Α) [[οπισθοφύλαξ]]<br />η [[διοίκηση]] τών οπισθοφυλάκων, της οπισθοφυλακής.
|mltxt=[[ὀπισθοφυλακία]], ἡ (Α) [[οπισθοφύλαξ]]<br />η [[διοίκηση]] τών οπισθοφυλάκων, της οπισθοφυλακής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπισθοφῠλᾰκία:''' ἡ, [[διοίκηση]] οπισθοφυλακής, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοφῠλᾰκία Medium diacritics: ὀπισθοφυλακία Low diacritics: οπισθοφυλακία Capitals: ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΑΚΙΑ
Transliteration A: opisthophylakía Transliteration B: opisthophylakia Transliteration C: opisthofylakia Beta Code: o)pisqofulaki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the command of the rear, ib.4.6.19.

German (Pape)

[Seite 358] ἡ, die Nachhut, Xen. An. 4, 6, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, ἡ διοίκησις τῆς ὀπισθοφυλακῆς, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.

Greek Monolingual

ὀπισθοφυλακία, ἡ (Α) οπισθοφύλαξ
η διοίκηση τών οπισθοφυλάκων, της οπισθοφυλακής.

Greek Monotonic

ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, διοίκηση οπισθοφυλακής, σε Ξεν.