ὀπωρίζω: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>). | |mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπωρίζω:''' ([[ὀπώρα]] II), μέλ. <i>-ιῶ</i> (Ιων. μτχ. πληθ. [[ὀπωριεῦντες]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]] καρπούς, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαζεύω]] καρπούς από δέντρα, με αιτ., σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(ὀπώρα II)
A gather fruit, ὀ. ὀπώραν Pl.Lg.845a ; σῦκα ib.844e; ἀπὸ συκῆς ὠπώριζε D.L.6.61 ; eat fruits, Arist.HA612a30 ; gather in the fruits, Plu.Per.9 :—so in Med., gather in one's fruits, Theopomp.Hist.89 : metaph., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Dius ap.Stob.4.21.16. II gather fruit off, ὀπωριεῦντες (Ion. fut. for -ιοῦντες) τοὺς φοίνικας Hdt. 4.172,182.
German (Pape)
[Seite 364] herbsten, die Früchte der ὀπώρα einerndten, Obst od. Früchte einsammeln; ὀπωριεῦντες (fut.) τοὺς φοίνικας, Her. 4, 172. 182; Plat. Legg. VIII, 844 e. – Med. für sich erndten; Theopomp. bei Ath. XII, 533 b; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρίζω: (ὀπώρα ΙΙ) συλλέγω, συνάγω καρπούς, ὀπ. ὀπώραν Πλάτ. Νόμ. 845Α· σῦκα αὐτόθι 844Α· ἀπὸ συκῆς ὀπώριζε Διογ. Λ. 6. 61· τρώγω καρπούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· συνάγω τοὺς καρποὺς καὶ ἀποθηκεύω, Πλουτ. Περικλ. 9· οὕτως ἐν τῷ μέσῷ τύπῳ, συνάγω τοὺς καρπούς μου, Θεοπόμπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 94· μεταφορ., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 51. ΙΙ. συνάγω καρπὸν ἔκ τινος, ὀπωριεῦντες (Ἰων. μέλλ. ἀντὶιοῦντες) τοὺς φοίνικας Ἡρόδ. 4. 172, 182.
French (Bailly abrégé)
f. ὀπωριῶ;
récolter les fruits ; simpl. récolter, acc..
Étymologie: ὀπώρα.
Greek Monolingual
ὀπωρίζω (Α) οπώρα
1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.)
2. τρώω φρούτα
3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ὀπωρίζω: (ὀπώρα II), μέλ. -ιῶ (Ιων. μτχ. πληθ. ὀπωριεῦντες)·
I. συλλέγω καρπούς, σε Πλάτ.
II. μαζεύω καρπούς από δέντρα, με αιτ., σε Ηρόδ.