ὀφθαλμότεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφθαλμότεγκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τεγκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέγγω]] «[[υγραίνω]], [[μουσκεύω]]»)].
|mltxt=[[ὀφθαλμότεγκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τεγκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέγγω]] «[[υγραίνω]], [[μουσκεύω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀφθαλμότεγκτος:''' -ον ([[τέγγω]]), αυτός που υγραίνει τα μάτια, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμότεγκτος Medium diacritics: ὀφθαλμότεγκτος Low diacritics: οφθαλμότεγκτος Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΤΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: ophthalmótenktos Transliteration B: ophthalmotenktos Transliteration C: ofthalmotegktos Beta Code: o)fqalmo/tegktos

English (LSJ)

ον,

   A welling from the eyes, πλημμυρίς E.Alc.184.

German (Pape)

[Seite 426] die Augen benetzend, u. pass. mit benetzten Augen, Eur. Alc. 182.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμότεγκτος: -ον, ὁ βρέχων τοὺς ὀφθαλμούς, πλημμυρὶς Εὐρ. Ἄλκ. 184.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mouillés.
Étymologie: ὀφθαλμός, τέγγω.

Greek Monolingual

ὀφθαλμότεγκτος, -ον (Α)
αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)].

Greek Monotonic

ὀφθαλμότεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που υγραίνει τα μάτια, σε Ευρ.