πάναισχρος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(30)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάναισχρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[άσχημος]], εντελώς [[δύσμορφος]], [[πανάσχημος]], [[παναίσχης]]<br /><b>2.</b> αισχρότατος, [[τελείως]] αναίσχυντος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναίσχρως</i> (ΑΜ)<br />αισχρότατα, αναίσχυντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἰσχρός]].
|mltxt=[[πάναισχρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[άσχημος]], εντελώς [[δύσμορφος]], [[πανάσχημος]], [[παναίσχης]]<br /><b>2.</b> αισχρότατος, [[τελείως]] αναίσχυντος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναίσχρως</i> (ΑΜ)<br />αισχρότατα, αναίσχυντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἰσχρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάναισχρος:''' -ον, = [[παναισχής]]· υπερθ. <i>-[[αίσχιστος]]</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:46, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναισχρος Medium diacritics: πάναισχρος Low diacritics: πάναισχρος Capitals: ΠΑΝΑΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: pánaischros Transliteration B: panaischros Transliteration C: panaischros Beta Code: pa/naisxros

English (LSJ)

ον,

   A = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr.172: Sup., παναισχίστη τέρψις AP6.163 (Mel.). Adv. -ρως Plb.4.58.11, Tz.H. 6.44.

German (Pape)

[Seite 456] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).

Greek (Liddell-Scott)

πάναισχρος: -ον, ὁ πάνυ αἰσχρός, ὥστε πάναισχρον (τὸ πρᾶγμα) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη τέρψις Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πάνυ αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.

Greek Monolingual

πάναισχρος, -ον (Α)
1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης
2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος.
επίρρ...
παναίσχρως (ΑΜ)
αισχρότατα, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσχρός.

Greek Monotonic

πάναισχρος: -ον, = παναισχής· υπερθ. -αίσχιστος, σε Ανθ.