παρανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρανίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] όρθιος, [[στέκομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον.
|mltxt=Α [[ανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρανίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] όρθιος, [[στέκομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>, [[στήνω]] [[πλησίον]] — Μέσ., με Ενεργ. αορ. βʹ, ορθώνομαι, σηκώνομαι, στήνομαι κοντά σε, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίστημι Medium diacritics: παρανίστημι Low diacritics: παρανίστημι Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: paranístēmi Transliteration B: paranistēmi Transliteration C: paranistimi Beta Code: parani/sthmi

English (LSJ)

fut. -αναστήσω,

   A set up beside, Ath.4.156c.    II Med. with aor. 2 Act., stand up beside, J.BJ2.21.1.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἵστημι), daneben aufrichten, μετέωρον ἑαυτὸν παραναστήσας, Ath. IV, 156 c. – Im med. u. intr. tempp. dabei aufstehen, Plut. Dem. 9; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίστημι: μέλλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον, Ἀθήν. 156C. II. Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀνίσταμαι πλησίον, Πλουτ. Δημ. 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρανέστην et Moy. παρανίσταμαι;
se lever auprès.
Étymologie: παρά, ἀνίστημι.

Greek Monolingual

Α ανίστημι
1. στήνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», Αθήν.)
2. μέσ. παρανίσταμαι
(αμτβ.) είμαι όρθιος, στέκομαι δίπλα σε κάποιον.

Greek Monotonic

παρανίστημι: μέλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον — Μέσ., με Ενεργ. αορ. βʹ, ορθώνομαι, σηκώνομαι, στήνομαι κοντά σε, σε Πλούτ.