παρανάλωμα: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παραναλίσκω]] / <i>παραναλόω</i>]<br />αυτό που ανώφελα, [[χωρίς]] λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[παρανάλωμα]] φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε [[τελείως]], έγινε [[ολοκαύτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που τυχαία δαπανήθηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρανάλωμα]] [[γίνομαι]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) καταστρέφομαι [[μάταια]], αφανίζομαι ανώφελα. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[παραναλίσκω]] / <i>παραναλόω</i>]<br />αυτό που ανώφελα, [[χωρίς]] λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[παρανάλωμα]] φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε [[τελείως]], έγινε [[ολοκαύτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που τυχαία δαπανήθηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρανάλωμα]] [[γίνομαι]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) καταστρέφομαι [[μάταια]], αφανίζομαι ανώφελα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρᾰνάλωμα:''' -ατος, τό, ανώφελη [[κατανάλωση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:50, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A useless expense, waste, Plu.Pyrrh.30, Cic. 17 ; χρόνου Ael. VH1.17 ; incidental waste, J.BJ4.5.2, 5.1.3 ; of persons, π. γινόμενοι perishing incidentally, Aesop.345, cf. Demad.2 ; μὴ π. γένηται τελευτήσαντος αὐτοῦ lest his death should involve that of... Ph.2.519 ; ἐπ' οὐδενὶ λυσιτελεῖ παρανάλωμα γενησόμενοι ib.600.
German (Pape)
[Seite 491] τό, das daneben, auf verkehrte Weise. ohne Nutzen Verwendete, unnützer Nebenaufwand, Plut. Pyrrh. 30; D. Sic. 14, 5: Ael. V. H. 4. 18 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰνάλωμα: τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον ἀνάλωμα, τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν ἄλλο, ἄχθος, φορτίον, Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dépense faite mal à propos ou en pure perte.
Étymologie: παραναλίσκω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παραναλίσκω / παραναλόω]
αυτό που ανώφελα, χωρίς λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε
νεοελλ.
φρ. «έγινε παρανάλωμα φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε τελείως, έγινε ολοκαύτωμα
αρχ.
1. αυτό που τυχαία δαπανήθηκε
2. φρ. «παρανάλωμα γίνομαι»
(για πρόσ.) καταστρέφομαι μάταια, αφανίζομαι ανώφελα.
Greek Monotonic
παρᾰνάλωμα: -ατος, τό, ανώφελη κατανάλωση, σε Πλούτ.