παντοβίης: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό, Α<br />αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βίης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δεινο</i>-<i>βίης</i>]. | |mltxt=ό, Α<br />αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βίης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δεινο</i>-<i>βίης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παντοβίης:''' -ου, ὁ ([[βιάω]]), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A all-overpowering, Ἀχέρων AP7.732 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 463] ὁ, der Allesbewältiger, Ἀχέρων, Theodorid. 10 (VII, 732).
Greek (Liddell-Scott)
παντοβίης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, Ἀχέρων Ἀνθ. Π. 7. 732.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui dompte tout par la force.
Étymologie: πᾶν, βία.
Greek Monolingual
ό, Α
αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βίης (< βία), πρβλ. δεινο-βίης].
Greek Monotonic
παντοβίης: -ου, ὁ (βιάω), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.