παροδίτης: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. παροδῑτις, Α<br />αυτός που περνά από τον δρόμο, ο [[διαβάτης]], ο [[περαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάροδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συνοδ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ό, θηλ. παροδῑτις, Α<br />αυτός που περνά από τον δρόμο, ο [[διαβάτης]], ο [[περαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάροδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συνοδ</i>-[[ίτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, [[διαβάτης]], [[οδοιπόρος]], [[περαστικός]], σε Ανθ.· θηλ. [[παροδῖτις]], <i>-ιδος</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδίτης Medium diacritics: παροδίτης Low diacritics: παροδίτης Capitals: ΠΑΡΟΔΙΤΗΣ
Transliteration A: parodítēs Transliteration B: paroditēs Transliteration C: paroditis Beta Code: parodi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A passer-by, traveller, Hp. Ep.17, AP9.249 (Maec.), IG 14.494 (Catana) :—fem. παροδ-ῖτις, ιδος, AP 7.429 (Alc.), 9.373.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, der Vorübergehende, Hippocr.; Qu. Maec. 10 (IX, 249), ὦ παροδῖτα; übh. am Wege, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρερχόμενος, διαβάτης, Ἱππ. 1280. 16, Ἀνθ. Π. 9. 249· -θηλ., παροδῖτις, ιδος, ὁ αὐτ. 7. 429., 9. 373.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur qui passe, passant.
Étymologie: πάροδος.

Greek Monolingual

ό, θηλ. παροδῑτις, Α
αυτός που περνά από τον δρόμο, ο διαβάτης, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάροδος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. συνοδ-ίτης)].

Greek Monotonic

παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός, σε Ανθ.· θηλ. παροδῖτις, -ιδος, στον ίδ.