πάραυτα: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(31) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και [[παραυτά]] Α και πάραυτας Ν<br />(επίρρ. χρον.) [[αμέσως]], [[παρευθύς]], στη [[στιγμή]], [[αυθωρεί]] (α. «πάραυτ' η [[γνώμη]] [[ντου]] άλλαξε», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[πάραυτα]] δ' ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] [[στιγμή]], στιγμιαία<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον ίδιο χρόνο, την [[ίδια]] [[στιγμή]], ταυτόχρονα («[[πάραυτα]] τοῡ θανεῑν», Σωκρ. Επιστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>παρ</i>' <i>αὐτὰ</i> με [[συνεκφορά]] (<b>πρβλ.</b> [[κάταυτα]])]. | |mltxt=ΝΜΑ και [[παραυτά]] Α και πάραυτας Ν<br />(επίρρ. χρον.) [[αμέσως]], [[παρευθύς]], στη [[στιγμή]], [[αυθωρεί]] (α. «πάραυτ' η [[γνώμη]] [[ντου]] άλλαξε», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[πάραυτα]] δ' ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] [[στιγμή]], στιγμιαία<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον ίδιο χρόνο, την [[ίδια]] [[στιγμή]], ταυτόχρονα («[[πάραυτα]] τοῡ θανεῑν», Σωκρ. Επιστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>παρ</i>' <i>αὐτὰ</i> με [[συνεκφορά]] (<b>πρβλ.</b> [[κάταυτα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πάραυτᾰ:''' επίρρ. αντί <i>παρ' αὐτά</i> (ενν. <i>τὰ πράγματα</i>), με παρόμοιο τρόπο, Λατ. [[perinde]] ή (όπως σε άλλους) = [[παραυτίκα]], στην [[αρχή]], σε Αισχίν., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
or παραυτά, Adv. for παρ' αὐτά (sc. τὰ πράγματα),
A immediately, straightway, A.Ag.737 (lyr.), D.23.157; π. δ' ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ E.Fr.1079.5 codd. Stob., cf. Plb. 23.5.11 ; ἡ π. χάρις Id.38.11.11 (better divisim, παρ' αὐτά) ; τὸ π. πεφυγμένον κακόν prob. in Epicur.Fr.423.2. c. gen., ἥκοντες π. τοῦθανεῖν Socr.Ep.11 (Aristipp.).
Greek (Liddell-Scott)
πάραυτᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ παρ’ αὐτὰ (ἐξυπακ. τὰ πράγματα), = παραυτίκα ἢ παραχρῆμα, παρευθύς, π. δ’ ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ Εὐρ. Ἀποσπ. 1061, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 11· ἡ π. χάρις ὁ αὐτ. 98. 3, 11. ΙΙ. καθ’ ὅμοιον τρόπον, Λατ. perinde, Αἰσχύλ. Ἀγ. 737, Δημ. 672. 5, Διόδ. 12. 20. 2) μετὰ γεν., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σωκρ. Ἐπιστ. 11. ― Τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι: παρ’ αὐτὰ ἐν διαστάσει. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 369.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν
(επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ' η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ.
β. «πάραυτα δ' ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. προς στιγμή, στιγμιαία
2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα («πάραυτα τοῡ θανεῑν», Σωκρ. Επιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρ' αὐτὰ με συνεκφορά (πρβλ. κάταυτα)].
Greek Monotonic
πάραυτᾰ: επίρρ. αντί παρ' αὐτά (ενν. τὰ πράγματα), με παρόμοιο τρόπο, Λατ. perinde ή (όπως σε άλλους) = παραυτίκα, στην αρχή, σε Αισχίν., Δημ.