πεδητής: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [[πεδῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεσμεύει κάποιον, [[δεσμευτής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον. | |mltxt=και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [[πεδῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεσμεύει κάποιον, [[δεσμευτής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεδητής:''' -οῦ, ὁ ([[πεδάω]]), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, Dor. -τάς, ὁ,
A one who fetters : metaph., hinderer, AP 9.756 (Aemil.).
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der Fesselnde, Aemilian. 2 (IX, 756), λίθος.
Greek (Liddell-Scott)
πεδητής: -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α πεδῶ
1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής
2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.
Greek Monotonic
πεδητής: -οῦ, ὁ (πεδάω), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.