πεζονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για στρατηγούς) αυτός που [[είναι]] [[αρχηγός]] τών χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />(για στρατηγούς) αυτός που [[είναι]] [[αρχηγός]] τών χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεζονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διοικεί στην [[ξηρά]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζονόμος Medium diacritics: πεζονόμος Low diacritics: πεζονόμος Capitals: ΠΕΖΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: pezonómos Transliteration B: pezonomos Transliteration C: pezonomos Beta Code: pezono/mos

English (LSJ)

ον,

   A commanding by land, A.Pers.76 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] das Land beweidend, darauf Unterhalt suchend, übertr. bei Aesch. Pers. 76, ἐλαύνει διχόθεν, πεζονόμοις ἔκ τε θαλάσσης, vom Landheere.

Greek (Liddell-Scott)

πεζονόμος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν διοικῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. qui paît sur terre ; fig. qui combat sur terre.
Étymologie: πεζός, νέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για στρατηγούς) αυτός που είναι αρχηγός τών χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -νόμος].

Greek Monotonic

πεζονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διοικεί στην ξηρά, σε Αισχύλ.