Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πελός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(31)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[πελλός]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βλ.</b> [[πελελός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[πελλός]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βλ.</b> [[πελελός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελός:''' ή [[πελλός]], -ή, -όν, Λατ. [[pullus]], [[σκουρόχρωμος]], σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 551] s. πελιός, πελλός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πελλός.———————— (II)
ο
βλ. πελελός.

Greek Monotonic

πελός: ή πελλός, -ή, -όν, Λατ. pullus, σκουρόχρωμος, σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.