περιπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πέμπω]]·1. [[στέλνω]] κάποιον [[ολόγυρα]], τον [[στέλνω]] [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις, [[παντού]] («τῶν νεῶν... διηκοσίας περιέπεμπον [[ἔξωθεν]] Σκιάθου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] κάποιον σε ορισμένο [[μέρος]].
|mltxt=Α [[πέμπω]]·1. [[στέλνω]] κάποιον [[ολόγυρα]], τον [[στέλνω]] [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις, [[παντού]] («τῶν νεῶν... διηκοσίας περιέπεμπον [[ἔξωθεν]] Σκιάθου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] κάποιον σε ορισμένο [[μέρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] [[τριγύρω]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]], [[στέλνω]] προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπέμπω Medium diacritics: περιπέμπω Low diacritics: περιπέμπω Capitals: ΠΕΡΙΠΕΜΠΩ
Transliteration A: peripémpō Transliteration B: peripempō Transliteration C: peripempo Beta Code: peripe/mpw

English (LSJ)

   A send round from one place to another, [νέας] π. ἔξωθεν Σκιάθου Hdt.8.7 ; δύο τέλη τῶν ἱππέων Th.4.86 ; αἱ νῆες . . αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι Id.5.3.    2 send round to a number of places, οἱ περιπεμφθέντες Hdt.1.48.

German (Pape)

[Seite 586] herum, aller Orten umherschicken; Her. 8, 7; οἱ περιπεμφθέντες, 1, 48; περιεπέμψαντο, Thuc. 4, 96; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέμπω: πέμπω ὁλόγυρα ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἄλλον, [[[νέας]]] π. ἔξωθεν Σκιάθου Ἡρόδ. 8. 7· δύο τέλη τῶν ἱππέων Θουκ. 4. 86· αἱ νῆες... αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι ὁ αὐτ. 5. 3. 2) πέμπω ὁλόγυρα εἰς πολλὰ μέρη, οἱ περιμπεμφθέντες Ἡρόδ. 1. 48.

French (Bailly abrégé)

envoyer tout autour ou de tous côtés.
Étymologie: περί, πέμπω.

Greek Monolingual

Α πέμπω·1. στέλνω κάποιον ολόγυρα, τον στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού («τῶν νεῶν... διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου», Ηρόδ.)
2. στέλνω κάποιον σε ορισμένο μέρος.

Greek Monotonic

περιπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω τριγύρω από το ένα μέρος στο άλλο, στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.