παράμονος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[πάρμονος]], -ον, ΜΑ<br />[[παραμόνιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («[[παράμονος]] [[οἶνος]]», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μένω]]), <b>πρβλ.</b> <i>έμ</i>-<i>μονος</i>, [[κατά]]-<i>μονος</i>].
|mltxt=και ποιητ. τ. [[πάρμονος]], -ον, ΜΑ<br />[[παραμόνιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («[[παράμονος]] [[οἶνος]]», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μένω]]), <b>πρβλ.</b> <i>έμ</i>-<i>μονος</i>, [[κατά]]-<i>μονος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράμονος:''' ποιητ. [[πάρμονος]], -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμονος Medium diacritics: παράμονος Low diacritics: παράμονος Capitals: ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ
Transliteration A: parámonos Transliteration B: paramonos Transliteration C: paramonos Beta Code: para/monos

English (LSJ)

poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. (q. v.),

   A πένθος Plu.2.114f ; εὐτυχία Cat.Cod.Astr.8(4).207, cf. Vett.Val.292.30 ; οἶνος Gp.1.12.32 ; ὄλβος παρμονώτερος Pi.N.8.17.

German (Pape)

[Seite 490] = Vorigem; καὶ εὔνους ὑπηρέτης, Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι ὄλβος, Pind. N. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παράμονος: ποιητικ. πάρμονος, ον, σπανιώτερος τύπος τοῦ προηγ. (ὃ ἴδε), πένθος Πλούτ. 2. 114F· οἶνος Γεωπ. 1. 12, 52· ὄλβος παρμονώτερος Πινδ. Ν. 8. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράμονος· καρτερός».

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. πάρμονος, -ον, ΜΑ
παραμόνιμος
μσν.
αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -μονος (< μένω), πρβλ. έμ-μονος, κατά-μονος].

Greek Monotonic

παράμονος: ποιητ. πάρμονος, -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.