περιείρω: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συναρμόζω]], [[παρεμβάλλω]] [[γύρω]] [[γύρω]] («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴρω]] (Ι) «[[συναρμόζω]], [[παρεμβάλλω]]».
|mltxt=Α<br />[[συναρμόζω]], [[παρεμβάλλω]] [[γύρω]] [[γύρω]] («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴρω]] (Ι) «[[συναρμόζω]], [[παρεμβάλλω]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιείρω:''' [[παρεμβάλλω]] ή [[προσαρμόζω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιείρω Medium diacritics: περιείρω Low diacritics: περιείρω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΡΩ
Transliteration A: perieírō Transliteration B: perieirō Transliteration C: perieiro Beta Code: periei/rw

English (LSJ)

   A insert or fix round, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Hdt.2.96.

German (Pape)

[Seite 574] (s. εἴρω), rings umher einreihen, einfügen, περὶ γομφοὺς πυκνοὺς περιείρουσι τὰ διπήχεα ξύλα, Her. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

περιείρω: παρεμβάλλωπροσαρμόζω ὁλόγυρα, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Ἡρόδ. 2. 96.

French (Bailly abrégé)

attacher ou suspendre autour : τι περί τι attacher une chose autour d’une autre.
Étymologie: περί, εἴρω.

Greek Monolingual

Α
συναρμόζω, παρεμβάλλω γύρω γύρω («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, παρεμβάλλω».

Greek Monotonic

περιείρω: παρεμβάλλω ή προσαρμόζω ολόγυρα, σε Ηρόδ.