πεφυλαγμένως: Difference between revisions
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[προφύλαξη]], προσεκτικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεφυλαγμένως]] ἔχω πρὸς τι» — [[είμαι]] [[προσεκτικός]] για κάποιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>πεφυλαγμένος</i> του [[φυλάσσω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[προφύλαξη]], προσεκτικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεφυλαγμένως]] ἔχω πρὸς τι» — [[είμαι]] [[προσεκτικός]] για κάποιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>πεφυλαγμένος</i> του [[φυλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεφῠλαγμένως:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[φυλάσσω]], προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ασφάλεια]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (φυλάσσω)
A with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.
German (Pape)
[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec précaution.
Étymologie: part. pf. Pass. de φυλάσσω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με προφύλαξη, προσεκτικά
2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» — είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος του φυλάσσω.
Greek Monotonic
πεφῠλαγμένως:1. επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φυλάσσω, προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.
2. με ασφάλεια, σε Ξεν.