περιρροή: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(32)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> η ροή, το [[ρεύμα]] από τα [[γύρω]] («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει [[κάθε]] [[ποταμός]] από τα [[πέριξ]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ρευστό.
|mltxt=ἡ, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> η ροή, το [[ρεύμα]] από τα [[γύρω]] («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει [[κάθε]] [[ποταμός]] από τα [[πέριξ]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ρευστό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιρροή:''' ἡ ([[περιρρέω]]), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρροή Medium diacritics: περιρροή Low diacritics: περιρροή Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΗ
Transliteration A: perirroḗ Transliteration B: perirroē Transliteration C: perirroi Beta Code: perirroh/

English (LSJ)

ἡ,

   A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ . . ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd.111e.    II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.

Greek (Liddell-Scott)

περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
écoulement (d’un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.

Greek Monotonic

περιρροή: ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.