πλουτίνδην: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τον πλούτο, την [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ίνδην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αριστ</i>-<i>ίνδην κρατιστ</i>-<i>ίνδην</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τον πλούτο, την [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ίνδην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αριστ</i>-<i>ίνδην κρατιστ</i>-<i>ίνδην</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλουτίνδην:''' ([[πλοῦτος]]), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, [[πλουτίνδην]] αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτίνδην Medium diacritics: πλουτίνδην Low diacritics: πλουτίνδην Capitals: ΠΛΟΥΤΙΝΔΗΝ
Transliteration A: ploutíndēn Transliteration B: ploutindēn Transliteration C: ploutindin Beta Code: plouti/ndhn

English (LSJ)

Adv.

   A according to wealth, π. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1273a24, cf. Ath.3.1, Plb.6.20.9, Plu.2.154c.

German (Pape)

[Seite 638] adv., nach dem Reichthum od. Vermögen; Arist. pol. 2, 9; γεγενημένης τῆς ἐκλογῆς, Pol. 6, 20, 9; οὔτε ἀριστίνδην οὔτε πλ., Plut. Lys. 13.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτίνδην: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν πλοῦτον, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 2, 11, 4, 5, ἔκδ. Blass, Πολιτικ. 2. 11, 8, πρβλ. Πολύβ. 6. 20, 9, Πλούτ. 2. 154C. ἴδε ἀριστίνδην. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ 300.

French (Bailly abrégé)

adv.
en choisissant parmi les plus riches.
Étymologie: πλοῦτος, -ινδην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τον πλούτο, την περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδην (πρβλ. αριστ-ίνδην κρατιστ-ίνδην)].

Greek Monotonic

πλουτίνδην: (πλοῦτος), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, πλουτίνδην αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ.