πλάθανον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />plateau rond pour faire le pain <i>ou</i> la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]].
|btext=ου (τό) :<br />plateau rond pour faire le pain <i>ou</i> la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλάθᾰνον:''' [ᾰ], τό ([[πλατύς]]), [[πλαστήρι]], [[καλούπι]], [[σκεύος]] στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰθᾰνον Medium diacritics: πλάθανον Low diacritics: πλάθανον Capitals: ΠΛΑΘΑΝΟΝ
Transliteration A: pláthanon Transliteration B: plathanon Transliteration C: plathanon Beta Code: pla/qanon

English (LSJ)

τό,

   A dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.

German (Pape)

[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθενδούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
plateau rond pour faire le pain ou la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monotonic

πλάθᾰνον: [ᾰ], τό (πλατύς), πλαστήρι, καλούπι, σκεύος στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.