πολύκλυστος: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, [[τρικυμιώδης]] («[[νῆσος]] ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]], [[κατακλύζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>κλυστος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, [[τρικυμιώδης]] («[[νῆσος]] ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]], [[κατακλύζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>κλυστος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύκλυστος:''' -ον ([[κλύζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κατακλύζεται από [[πολλά]] κύματα, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A much-dashing, stormy, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Od.4.354, 6.204, Hes.Th.189, cf. Pancrat.Oxy. 1085.13. II Pass., washed by many a wave, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Hes.Th.199; φάραγγες Ὄσσης A.R.1.597.
German (Pape)
[Seite 664] viel aus-, bespülend, stark wogend; πόντος, Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλυστος: -ον, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux vagues fortement agitées.
Étymologie: πολύς, κλύζω.
English (Autenrieth)
(κλύζω): much or loudly surging. (Od.)
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδης («νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. θαλασσό-κλυστος].
Greek Monotonic
πολύκλυστος: -ον (κλύζω),·
I. θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
II. Παθ., αυτός που κατακλύζεται από πολλά κύματα, σε Ησίοδ.