πομφολύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ πομφολύσσω Α<br />[[παφλάζω]], [[βγάζω]] πομφόλυγες, [[αναβράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πομφολύζω]] / <i>πομφολύσσω</i> παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. [[πομφόλυξ]], -<i>υγος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μορμώ]]: [[μορμολύττομαι]])].
|mltxt=ἡ πομφολύσσω Α<br />[[παφλάζω]], [[βγάζω]] πομφόλυγες, [[αναβράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πομφολύζω]] / <i>πομφολύσσω</i> παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. [[πομφόλυξ]], -<i>υγος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μορμώ]]: [[μορμολύττομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πομφολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολύζω Medium diacritics: πομφολύζω Low diacritics: πομφολύζω Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΖΩ
Transliteration A: pompholýzō Transliteration B: pompholyzō Transliteration C: pomfolyzo Beta Code: pomfolu/zw

English (LSJ)

or πομφολῠγ-ύσσω,

   A bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.

German (Pape)

[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.

French (Bailly abrégé)

s’échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.

English (Slater)

πομφολύζω
   1 well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].

Greek Monotonic

πομφολύζω: μέλ. -ξω, αναβλύζω, αναπηδώ, σε Πίνδ.