πρηών: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πρών]]. | |mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πρών]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρηών:''' -ῶνος, ὁ, Επικ. αντί [[πρών]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. πρών.
German (Pape)
[Seite 700] ῶνος, ὁ, vorspringender Felsen, Bergspitze, jäh abschüssiger Berg; Hes. Sc. 437 u. sp. D., wie Coluth. 14. 102. Vgl. πρών, πρεών.
Greek (Liddell-Scott)
πρηών: -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. τύπος τοῦ πρών, ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 437, πρβλ. Κόλουθ. 14 καὶ 102, Νικ. Ἀλεξιφ. 104· δοτ. πληθ. πρηόσιν ἐν Καλλ. Ἀρτέμ. 52· ― πρβλ. πρεών.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
roche escarpée, pic ; colline.
Étymologie: épq. c. πρών.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
(επικ. τ.) βλ. πρών.
Greek Monotonic
πρηών: -ῶνος, ὁ, Επικ. αντί πρών, σε Ησίοδ.