πρέσβιστος: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κρητ. τ. [[πρείγιστος]] και [[πρήγιστος]] και [[πρίγιστος]], -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και [[πρεσβίττα]] και ανωμ. τ. [[πρεσβίστατος]], -άτη, -ον, Α<br />(ποιητ. τ. υπερθ. του [[πρέσβυς]])<br /><b>1.</b> γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς [[ὀφθαλμός]], [[πρέπει]]», Ύμν. <b>Ομ.</b><br />β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[πρόεδρος]] της γερουσίας («[[πρήγιστος]] [[βουλῆς]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα [[κύδιστος]], [[κράτιστος]]. Για τον τ. [[πρείγιστος]] <b>βλ. λ.</b> [[πρέσβυς]], ενώ οι τ. [[πρήγιστος]] και [[πρίγιστος]] που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -<i>ει</i>-]. | |mltxt=και κρητ. τ. [[πρείγιστος]] και [[πρήγιστος]] και [[πρίγιστος]], -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και [[πρεσβίττα]] και ανωμ. τ. [[πρεσβίστατος]], -άτη, -ον, Α<br />(ποιητ. τ. υπερθ. του [[πρέσβυς]])<br /><b>1.</b> γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς [[ὀφθαλμός]], [[πρέπει]]», Ύμν. <b>Ομ.</b><br />β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[πρόεδρος]] της γερουσίας («[[πρήγιστος]] [[βουλῆς]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα [[κύδιστος]], [[κράτιστος]]. Για τον τ. [[πρείγιστος]] <b>βλ. λ.</b> [[πρέσβυς]], ενώ οι τ. [[πρήγιστος]] και [[πρίγιστος]] που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -<i>ει</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρέσβιστος:''' -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του [[πρέσβυς]], ο μεγαλύτερος, ο πιο [[σεβαστός]], ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, poet. Sup. of πρέσβυς,
A eldest, most august, most reverend, h.Hom.30.2, A.Th.390, S.Frr.582, 605; πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ Lyr.Alex.Adesp.35.2; ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b; πόλις Sardis7(1).13: irreg. form πρεσβίστατος, η, ον, Nic.Th. 344.
German (Pape)
[Seite 698] superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρέσβυς, γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ μάλιστα τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· ὡσαύτως, παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά πρεσβίττα (Δωρ.) φιλοσοφία· ― ὡσαύτως, πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. πρεῖγυς.
French (Bailly abrégé)
v. πρέσβυς.
Greek Monolingual
και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, -άτη, -ον, Α
(ποιητ. τ. υπερθ. του πρέσβυς)
1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει», Ύμν. Ομ.
β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πρόεδρος της γερουσίας («πρήγιστος βουλῆς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του πρέσβυς, κατά τα κύδιστος, κράτιστος. Για τον τ. πρείγιστος βλ. λ. πρέσβυς, ενώ οι τ. πρήγιστος και πρίγιστος που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -ει-].
Greek Monotonic
πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρέσβυς, ο μεγαλύτερος, ο πιο σεβαστός, ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.