πρακτός: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[πρηκτός]], -ή, -όν, Α [[πράττω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατόν να γίνει, [[εφικτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον διαβεί [[κανείς]], [[διαβατός]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον εισπράξει<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πρακτά</i><br />πράγματα τα οποία [[είναι]] σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει [[κάτι]] που οφείλει. | |mltxt=και ιων. τ. [[πρηκτός]], -ή, -όν, Α [[πράττω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατόν να γίνει, [[εφικτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον διαβεί [[κανείς]], [[διαβατός]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον εισπράξει<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πρακτά</i><br />πράγματα τα οποία [[είναι]] σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει [[κάτι]] που οφείλει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[πράσσω]]· <i>τὰ πρακτά</i>, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. πρηκτός, ή, όν, (πράσσω): τὰ π.
A things to be done, i.e. matters of moral action, Arist.EN1094a19, 1097a22; τὰ π. ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M. 2 traversed, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.Fr.5.3. II πρακτὸς ὑπό τινος liable to be called on to pay money by one, Test.Epict.7.2, 21, cf. IG12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 693] adj. verb. von πράσσω, gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von ποιητός unterschieden, 6, 4; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. πράσσω Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος ὅπως ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. πράσσω V. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut ou doit être fait, faisable, praticable.
Étymologie: πράσσω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πρηκτός, -ή, -όν, Α πράττω
1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός
2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός
3. αυτός που μπορεί κανείς να τον εισπράξει
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά
πράγματα τα οποία είναι σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες
5. φρ. «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει κάτι που οφείλει.
Greek Monotonic
πρακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.