περίκηλος: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(32) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ξύλα) [[τελείως]] αποξηραμένος από τον ήλιο, [[κατάξερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηλόν]] «ξηρό»]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ξύλα) [[τελείως]] αποξηραμένος από τον ήλιο, [[κατάξερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηλόν]] «ξηρό»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίκηλος:''' -ον ([[κῆλον]]), υπερβολικά [[ξηρός]], αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το [[ξύλο]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, κηλόν)
A very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.
German (Pape)
[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.
Greek (Liddell-Scott)
περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.
English (Autenrieth)
very dry, well seasoned, Od. 5.240 and Od. 18.309.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός
2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κηλόν «ξηρό»].
Greek Monotonic
περίκηλος: -ον (κῆλον), υπερβολικά ξηρός, αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.