προσμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[μαθαίνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με απρμφ.) [[μαθαίνω]] να...
|mltxt=ΝΑ<br />[[μαθαίνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με απρμφ.) [[μαθαίνω]] να...
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] [[επιπλέον]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμανθάνω Medium diacritics: προσμανθάνω Low diacritics: προσμανθάνω Capitals: ΠΡΟΣΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: prosmanthánō Transliteration B: prosmanthanō Transliteration C: prosmanthano Beta Code: prosmanqa/nw

English (LSJ)

   A learn besides, A.Pr.697, Trag.Adesp.516a, Ar.V. 1208, Th.20: c. inf., ib.24.

German (Pape)

[Seite 772] (s. μανθάνω), dazu lernen; ἔςτ' ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθῃς, Aesch. Prom. 699; Ar. Thesm. 20. 24; in späterer Prosa; προσμαθητέον, Xen. Oec. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσμανθάνω: μανθάνω προσέτι, Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24, πρβλ. προσδιδάσκω.

French (Bailly abrégé)

f. προσμαθήσομαι, ao. προσέμαθον;
apprendre en outre.
Étymologie: πρός, μανθάνω.

Greek Monolingual

ΝΑ
μαθαίνω κάτι ακόμη
αρχ.
(με απρμφ.) μαθαίνω να...

Greek Monotonic

προσμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ -έμᾰθον· μαθαίνω επιπλέον, σε Αισχύλ., Αριστοφ.