προκήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φροντίζω]], [[προνοώ]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κήδομαι]] «[[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]]»].
|mltxt=Α<br />[[φροντίζω]], [[προνοώ]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κήδομαι]] «[[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκήδομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ., [[φροντίζω]] για κάποιον, [[σκέφτομαι]], [[μεριμνώ]] για κάποιον, <i>τινος</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκήδομαι Medium diacritics: προκήδομαι Low diacritics: προκήδομαι Capitals: ΠΡΟΚΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prokḗdomai Transliteration B: prokēdomai Transliteration C: prokidomai Beta Code: prokh/domai

English (LSJ)

   A take care of, take thought for, τινος A.Pr.629, S.Ant. 741, Tr.966 (lyr.); in later Prose, ἑαυτοῦ prob. in Phld.Rh.2.157 S., cf.J.AJ13.16.6.

German (Pape)

[Seite 730] (s. κήδομαι), versorgen, Fürsorge tragen, τινός, für Einen, μή μου προκήδου μᾶσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ, Aesch. Prom. 629; φίλου, Soph. Trach. 962; Ant. 747, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

προκήδομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος, σκέπτομαι περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Πρ. 629, Σοφ. Ἀντ. 741, Τρ. 966.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
prendre soin de, gén..
Étymologie: πρό, κήδομαι.

Greek Monolingual

Α
φροντίζω, προνοώ για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κήδομαι «φροντίζω, νοιάζομαι»].

Greek Monotonic

προκήδομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ., φροντίζω για κάποιον, σκέφτομαι, μεριμνώ για κάποιον, τινος, σε Αισχύλ., Σοφ.