ῥευμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[ῥεῡμα</i>, -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> [[καταρροή]] ελαφράς μορφής<br /><b>2.</b> μικρό [[ρεύμα]], [[ρυάκι]] («ταφῆναι παρὰ τὸ [[ῥευμάτιον]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[ῥεῡμα</i>, -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> [[καταρροή]] ελαφράς μορφής<br /><b>2.</b> μικρό [[ρεύμα]], [[ρυάκι]] («ταφῆναι παρὰ τὸ [[ῥευμάτιον]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥευμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[ῥεῦμα]], [[ποταμάκι]], [[ρυάκι]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευμᾰτιον Medium diacritics: ῥευμάτιον Low diacritics: ρευμάτιον Capitals: ΡΕΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: rheumátion Transliteration B: rheumation Transliteration C: revmation Beta Code: r(euma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A ῥεῦμα 111, Arist. Pr.901a3.    2 rivulet, Plu.Thes.27.

German (Pape)

[Seite 838] τό, dim. von ῥεῦμα, Flüßchen, Plut. Thes. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ῥευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥεῦμα, παταμίσκος, ῥυάκιον, Ἀριστ. Προβλ. 11, 18, Πλουτ. Θησ. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit cours d’eau, ruisseau.
Étymologie: dim. de ῥεῦμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α [[ῥεῡμα, -ατος]]
1. καταρροή ελαφράς μορφής
2. μικρό ρεύμα, ρυάκι («ταφῆναι παρὰ τὸ ῥευμάτιον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ῥευμάτιον: τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.