σεληναῖος: Difference between revisions
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / σεληναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, -αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σελήνη]], [[σεληνιακός]] («[[αἴγλη]] [[σεληναία]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] της σελήνης ή της ημισελήνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σεληναίο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[πέταλο]] του αλόγου<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Σεληναίος</i>, <i>η Σεληναία</i><br />[[φανταστικός]] [[κάτοικος]] της σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεληναίο(ν) [[πάθος]]» — ο [[σεληνιασμός]], η [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φωτίζεται από την [[σελήνη]], ο φεγγαρόλουστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)]. | |mltxt=-α, -ο / σεληναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, -αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σελήνη]], [[σεληνιακός]] («[[αἴγλη]] [[σεληναία]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] της σελήνης ή της ημισελήνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σεληναίο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[πέταλο]] του αλόγου<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Σεληναίος</i>, <i>η Σεληναία</i><br />[[φανταστικός]] [[κάτοικος]] της σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεληναίο(ν) [[πάθος]]» — ο [[σεληνιασμός]], η [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φωτίζεται από την [[σελήνη]], ο φεγγαρόλουστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σεληναῖος:''' -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το [[φεγγάρι]]· [[σεληναία]] [[νύξ]], [[νύχτα]] φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A lighted by the moon, σ. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt.1.62; of the moon, αἴγλη A.R.4.167; τοῦ σεληναίου [κύκλου] D.L.1.24 (v. Diels Vorsokr. i p.1).
German (Pape)
[Seite 870] 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; δαίμων, Luc. Icarom. 13; – σ. πάθος, = σεληνιασμός.
Greek (Liddell-Scott)
σεληναῖος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, αἴγλη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, πέταλον ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. πάθος, = σεληνιασμός, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui concerne la lune;
2 éclairé par la lune.
Étymologie: σελήνη.
Greek Monolingual
-α, -ο / σεληναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, -αία, -ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.)
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης ή της ημισελήνου
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληναίο(ν)
το πέταλο του αλόγου
νεοελλ.-αρχ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σεληναίος, η Σεληναία
φανταστικός κάτοικος της σελήνης
2. φρ. «σεληναίο(ν) πάθος» — ο σεληνιασμός, η επιληψία
αρχ.
αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, ο φεγγαρόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].
Greek Monotonic
σεληναῖος: -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το φεγγάρι· σεληναία νύξ, νύχτα φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ.