προχρίω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διαβρέχω]], [[αλείφω]] [[προηγουμένως]] με [[κάτι]] («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρίω]], [[δίνω]] [[προηγουμένως]] το [[χρίσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρίω]] «[[αλείφω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διαβρέχω]], [[αλείφω]] [[προηγουμένως]] με [[κάτι]] («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρίω]], [[δίνω]] [[προηγουμένως]] το [[χρίσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρίω]] «[[αλείφω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προχρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-σω</i>, [[αλείφω]] εκ των προτέρων, [[προχρίω]] τί τινι, [[αλείφω]] ή [[τρίβω]] με [[κάτι]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχρίω Medium diacritics: προχρίω Low diacritics: προχρίω Capitals: ΠΡΟΧΡΙΩ
Transliteration A: prochríō Transliteration B: prochriō Transliteration C: prochrio Beta Code: proxri/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A smear, anoint before, Gal.13.514; τινι with a thing, S.Tr.696, cf. Luc.Alex.21.

German (Pape)

[Seite 800] (s. χρίω), vorher schmieren, salben, Soph. Tr. 693 u. Sp., wie Luc. Alex. 21.

Greek (Liddell-Scott)

προχρίω: [ῑ], χρίω, ἀλείφω πρότερον, πρ. τί τινι, ἀλείφωτρίβω μέ τι, Σοφ. Τρ. 696, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 21· ― ῥημ. ἐπίθ. προχριστέον, Ροῦφ. σ. 241, ἔκδ. Matth.

French (Bailly abrégé)

oindre ou enduire auparavant.
Étymologie: πρό, χρίω.

Spanish

untar previamente, ungirse previamente

Greek Monolingual

Α
1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.)
2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρίω «αλείφω»].

Greek Monotonic

προχρίω: [ῑ], μέλ. -σω, αλείφω εκ των προτέρων, προχρίω τί τινι, αλείφω ή τρίβω με κάτι, σε Σοφ.