προχρίω
English (LSJ)
[ῑ], smear, anoint before, Gal.13.514; τινι with a thing, S.Tr.696, cf. Luc.Alex.21.
German (Pape)
[Seite 800] (s. χρίω), vorher schmieren, salben, Soph. Tr. 693 u. Sp., wie Luc. Alex. 21.
French (Bailly abrégé)
oindre ou enduire auparavant.
Étymologie: πρό, χρίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-χρίω vooraf insmeren.
Russian (Dvoretsky)
προχρίω: (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.).
Spanish
untar previamente, ungirse previamente
Greek Monolingual
Α
1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῖδα προχρίσας», Λουκιαν.)
2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρίω «αλείφω»].
Greek Monotonic
προχρίω: [ῑ], μέλ. -σω, αλείφω εκ των προτέρων, προχρίω τί τινι, αλείφω ή τρίβω με κάτι, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προχρίω: [ῑ], χρίω, ἀλείφω πρότερον, πρ. τί τινι, ἀλείφω ἢ τρίβω μέ τι, Σοφ. Τρ. 696, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 21· ― ῥημ. ἐπίθ. προχριστέον, Ροῦφ. σ. 241, ἔκδ. Matth.
Middle Liddell
fut. σω
to smear before, πρ. τί τινι to smear or rub with a thing, Soph.
Léxico de magia
1 untar previamente πρόχρισον δὲ τὸ ἄχι λίπει κριοῦ μέλανος ἄρρενος unta previamente la hierba con grasa de un carnero negro P IV 1100 2 en v. med. ungirse previamente προχρισάμενος δὲ <μετὰ> τοῦ χρίσματος ἐντεύξῃ tras haberte ungido previamente con el aceite, haz la petición P VII 878