σιτηγία: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[σιτηγός]]<br />[[μεταφορά]], [[εισαγωγή]] σιταριού.
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[σιτηγός]]<br />[[μεταφορά]], [[εισαγωγή]] σιταριού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐτηγία:''' ἡ, [[μεταφορά]] ή [[εισαγωγή]] σιτηρών, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηγία Medium diacritics: σιτηγία Low diacritics: σιτηγία Capitals: ΣΙΤΗΓΙΑ
Transliteration A: sitēgía Transliteration B: sitēgia Transliteration C: sitigia Beta Code: sithgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A conveyance or importation of corn, ἡ σ. ἡ εἰς Ῥόδον D.56.11.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Getreideführen, -hinschaffen, εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 11.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγία: ἡ, εἰσαγωγὴ σίτου, εἰς τόπον Δημ. 1286. 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge du transport des blés ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ σιτηγός
μεταφορά, εισαγωγή σιταριού.

Greek Monotonic

σῐτηγία: ἡ, μεταφορά ή εισαγωγή σιτηρών, σε Δημ.